Το Greek News Agenda * είχε την ευκαιρία να πάρει συνέντευξη από την Επίκουρη Καθηγήτρια κυρία Φωτεινή Μπέλλου σχετικά με την επικαιρότητα στις Διεθνείς Σχέσεις, τον ρόλο του φύλου στις σπουδές ασφάλειας, καθώς και τις νέες προκλήσεις για την Ελληνική Δημόσια Διπλωματία.
Το πρόσφατο έργο σας έχει επικεντρωθεί στην πολύπλοκη διασύνδεση του φύλου, της διπλωματίας και των ειρηνευτικών προσπαθειών. Ως διευθύντρια της Έδρας UNESCO για τις Γυναίκες, την Ειρήνη και την Ασφάλεια, ποια θα θεωρούσατε τα σημαντικότερα επιτεύγματα σε αυτόν τον τομέα τα τελευταία χρόνια;
Το θεματολόγιο πολιτικής για τις Γυναίκες, την Ειρήνη και την Ασφάλεια (WPS) διαμορφώθηκε αρχικά μέσω του ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (UNSCR) 1325 πριν από ακριβώς είκοσι χρόνια. Η πρώτη δεκαετία δεν ήταν ιδιαίτερα «ενθαρρυντική» όσον αφορά στον βαθμό ευαισθητοποίησης του κοινού ή το επίπεδο της θεσμικής προσαρμογής από διεθνείς οργανισμούς και εθνικές κυβερνήσεις – παρά την ουσιώδη ενδυνάμωση το θεματολογίου με την προσθήκη ενός σημαντικού αριθμού ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Κατά τη δεύτερη δεκαετία, ωστόσο, το θεματολόγιο πολιτικής WPS άρχισε να ενσωματώνεται ως φίλτρο στη διεθνή πρακτική. Επικεντρώθηκε στην προστασία των γυναικών κατά τη διάρκεια συγκρούσεων, ενθαρρύνοντας επίσης τη συμμετοχή τους στην οικοδόμηση της ειρήνης και στην πρόληψη των συγκρούσεων. Ηταν σημαντικό επίσης να προωθηθεί από περισσότερους διεθνείς οργανισμούς, η λογική της συμμετοχικής διακυβέρνησης, σημαντική πτυχή της οποίας αποτελεί η προαγωγή των ίσων δικαιωμάτων για γυναίκες και άνδρες. Έτσι, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι δύο σημαντικές τάσεις άρχισαν να καταγράφονται σταδιακά τα τελευταία χρόνια οι οποίες συνέβαλλαν σε σημαντικό βαθμό στην προώθηση του θεματολογίου πολιτικής Γυναίκες, Ειρήνη και Ασφάλεια.
Η πρώτη αφορά στα θεσμικά Σχέδια Δράσης για το θεματολόγιο πολιτικής «Γυναίκες, Ειρήνη και Ασφάλεια» ή σχετικές στρατηγικές που έχουν υιοθετήσει επίσημα τα τελευταία χρόνια οι διεθνείς οργανισμοί σχεδόν στο σύνολό τους. Τα θεσμικά Σχέδια Δράσης αποσκοπούν στην προβολή τού συγκεκριμένου θεματολογίου πολιτικής μέσω δράσεων και συγκεκριμένων προσεγγίσεων, όχι μόνο στις εσωτερικές δομές τους, αλλά και στις πολυμερείς πολιτικές τους επηρεάζοντας ασφαλώς και τις κυβερνητικές πολιτικές των κρατών μελών τους. Αυτή η εξέλιξη σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται την καθιέρωση ενός «δόγματος» στο οποίο οι κυβερνήσεις και οι κοινωνίες ακολουθούν πιστά. Στην πράξη, υπάρχει σοβαρή αδυναμία στην αποτελεσματική εφαρμογή του θεματολογίου. Ωστόσο, θεωρώ ότι οι διεθνείς οργανισμοί έχουν προσθέσει ένα διακριτό πολιτικό βάρος στην εφαρμογή του θεματολογίου σε βαθμό ώστε κυβερνήσεις και πολιτικοί ηγέτες να δυσκολεύονται να απορρίψουν δημοσίως την προάσπιση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών απέναντι στους νόμους, γεγονός που αποτελεί άλλωστε θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα. Αποτελεί επίσης κορωνίδα αρχή της σύγχρονης δημοκρατίας. Κατά τη γνώμη μου, μικρά και σταθερά θεσμικά βήματα προς μία χειραφετημένη δημοκρατία αποδεικνύονται συχνά πιο βιώσιμα και, ως εκ τούτου, δύσκολο να αμφισβητηθούν στο χρόνο.
Με αυτή τη σκέψη, οδηγούμαστε στο δεύτερο σημαντικό επίτευγμα που διαπιστώνουμε να εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια, και αφορά στη συμπερίληψη του θεματολογίου πολιτικής Γυναίκες, Ειρήνη και Ασφάλεια σε όλες τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών οι οποίες σχετίζονται με τη διεξαγωγή επιχειρήσεων διατήρησης της ειρήνης. Αυτό σημαίνει ότι όσο η «προσέγγιση Γυναίκες, Ειρήνη και Ασφάλεια» υπάρχει στο στρατηγικό επίπεδο μιας ειρηνευτικής επιχείρησης, δηλαδή μια ρητή διατύπωση στις διατάξεις μιας απόφασης του Συμβουλίου Ασφαλείας, τόσο αυτές οι διατάξεις είναι πιθανότερο να παρακολουθούνται και να εφαρμόζονται στο επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο. Με άλλα λόγια, στις μέρες μας είναι δύσκολο να βρεθεί μια πολυεθνική επιχείρηση διατήρησης ή οικοδόμησης της ειρήνης στην οποία απουσιάζει ένας σύμβουλος για θέματα φύλου. Αυτό σημαίνει ότι η μέριμνα για την προστασία των γυναικών, ή την ισότιμη συμμετοχή της στην ειρηνευτική διαδικασία της περιοχής υφίσταται και εφαρμόζεται.
Στην ίδια λογική, πριν από δέκα χρόνια, μόνο το 2% των γυναικών υπηρετούσαν ως επικεφαλής ή αναπληρώτριες επικεφαλής των ειρηνευτικών επιχειρήσεων, ενώ σήμερα αυτός ο δείκτης για την ειρηνευτική ηγεσία έχει αυξηθεί σε 25%. Όσον αφορά το γυναικείο προσωπικό σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις, οι γυναίκες καλύπτουν το 30% του πολιτικού προσωπικού, το 10% του αστυνομικού προσωπικού και μόνο το 3% του στρατιωτικού προσωπικού. Αυτοί οι αριθμοί δείχνουν ότι έχει σημειωθεί πρόοδος, αλλά έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε προτού μπορέσουμε να δούμε μια πιο ισορροπημένη συμμετοχή γυναικών και ανδρών και πάντα ως απόκριση της συμβολής τους στην αποτελεσματικότητα των ειρηνευτικών επιχειρήσεων. Η συμμετοχή των γυναικών στη διατήρηση της ειρήνης είναι καθοριστική καθώς και η προστασία τους σε περιοχές που έχουν βιώσει ένοπλες συγκρούσεις θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, εφόσον τις περισσότερες φορές οι γυναίκες είναι θύματα εκτεταμένης βίας. Επίσης, στη φάση της μετασυγκρουσιακής ανασυγκρότησης μιας περιοχής, ο ρόλος των γυναικών θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικός δεδομένης της αναμφισβήτητης προστιθέμενης αξίας που προσφέρουν στην οικοδόμηση συμμετοχικών κοινωνιών. Από την άλλη μεριά, οι γυναίκες που συμμετέχουν σε ειρηνευτικές αποστολές λειτουργούν συχνά ως πρότυπα στις περιφέρειες που επιχειρούν, ενισχύοντας έτσι την αντίληψη της ισότητας στην κοινωνία και τη διακυβέρνηση.
Ποια είναι η ιδιαίτερη θέση και πιθανή συμβολή της Ελλάδας στον τομέα της ισότητας των φύλων στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Μεσογείου;
Η Ελλάδα δεν είναι μόνο η αρχαιότερη δημοκρατία, αλλά έχει επίσης αποδείξει τα τελευταία χρόνια ότι είναι μία ανθεκτική δημοκρατία. Η ισότητα των φύλων κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας και το ίδιο ισχύει για θετικές δράσεις που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση των διακρίσεων εις βάρος των γυναικών. Επίσης, για αρκετές δεκαετίες, η Ελλάδα εφαρμόζει πολιτικές και προγράμματα για την ισότητα των φύλων που προωθούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και από άλλους οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένου του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη(ΟΑΣΕ), του Συμβουλίου της Ευρώπης, το ΝΑΤΟ και τα Ηνωμένα Έθνη. Πολιτικές για την ισότητα των φύλων έχουν εισαχθεί σχεδόν σε όλους τους τομείς διακυβέρνησης. Η αλήθεια είναι όμως μια. Οι νομικές διατάξεις περί ισότητας των φύλων είναι η μία πλευρά της ιστορίας, η αποτελεσματική εφαρμογή τους όμως είναι η άλλη πλευρά. Aυτή η άλλη πλευρά είναι η πιο αδύναμη. Αγγίζει νοοτροπίες και στερεότυπα αιώνων. Ως παραδοσιακή κοινωνία, η Ελλάδα υπήρξε αρκετά αργή στην αντιμετώπιση των στερεοτύπων σχετικά με τα ζητήματα ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Παράλληλα με την εφαρμογή πολιτικών, αξίζει λοιπόν να επανεξεταστούν οι στερεοτυπικές στάσεις σχετικά με τα θέματα ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Χρειάζεται χρόνος και επιμονή για την ευαισθητοποίηση του κοινού, ιδίως της νεολαίας, στα θέματα αυτά. Στον απόηχο της οικονομικής κρίσης, που επηρέασε τις γυναίκες δυσανάλογα, η ευαισθητοποίηση του κοινού καθώς και οι κυβερνητικές δεσμεύσεις έχουν αυξηθεί όσον αφορά τις δράσεις προκειμένου οι γυναίκες να αντιμετωπίσουν την έμφυλη βία ή να λάβουν υποστήριξη για επιχειρηματικές πρωτοβουλίες. Η ενδυνάμωση των γυναικών μέσω στοχευμένων θετικών δράσεων είναι μια κατεύθυνση πολιτικής που πρέπει να προωθηθεί περαιτέρω από την Ελλάδα.
Υπό το πρίσμα αυτό, έστω και αργοπορημένα, η Ελλάδα ετοιμάζει το Εθνικό Σχέδιο Δράσης της όσον αφορά την εφαρμογή του θεματολογίου πολιτικής Γυναίκες, Ειρήνη και Ασφάλεια. Πρόκειται για μία πολύ θετική εξέλιξη δεδομένου ότι στοχεύει στην καθιέρωση μιας προσέγγισης «συνόλου κυβέρνησης» για την προώθηση της ισότητας των φύλων και σε τομείς που σχετίζονται με την ειρήνη και την ασφάλεια. Οι πρωτοβουλίες στη λογική της πρόληψης συγκρούσεων μέσω της προώθησης συμμετοχικών κοινωνιών για άνδρες και γυναίκες είναι υψίστης σημασίας, ειδικά στην ευρύτερη γειτονιά της Ελλάδας. Η Αθήνα μπορεί να ηγηθεί διαφόρων προγραμμάτων με στόχο την ενδυνάμωση των γυναικών, σε συνεργασία με άλλες χώρες της ευρύτερης περιοχής μέσω των οργάνων Δημόσιας Διπλωματίας της. Πρόκειται για έναν τομέα κοινού ενδιαφέροντος για όλες τις χώρες της περιοχής, που περιλαμβάνει τόσο τη νοτιοανατολική Ευρώπη όσο και την ανατολική Μεσόγειο. Η προεδρία του ΟΑΣΕ μπορεί να αποδειχθεί μια μεγάλη ευκαιρία για την Αθήνα να επιταχύνει τις δημόσιες διεθνείς εκδηλώσεις της, τις ακαδημαϊκές της ανταλλαγές, τις υποτροφίες, τις θερινές ακαδημίες και εργαστήρια για τη δημιουργία ενός δικτύου συνδεδεμένων ομάδων –κυβερνητικών και μη– που σχετίζονται με την ισότητα των φύλων, τη συμμετοχή των γυναικών στην οικοδόμηση ανθεκτικών κοινωνιών, τις γυναίκες στην πολιτική και την πρόληψη συγκρούσεων, τις γυναίκες στη διαχείριση σύνθετων καταστάσεων έκτακτης ανάγκης συμπεριλαμβανομένης της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας και του ριζοσπαστισμού. Για τον λόγο αυτόν, είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την Αθήνα να δρομολογήσει μια συγκεκριμένη δημοσιονομική δέσμευση σε αυτά τα θέματα που μπορεί να λάβει τη μορφή ανοικτών συνεδρίων καθώς και τη μορφή στοχευμένων μαθημάτων, σεμιναρίων και εργαστηρίων που να απευθύνεται τόσο σε μαθητές και φοιτητές όσο και στην κοινωνία των πολιτών. Στο παρελθόν, οι περισσότερες από αυτές τις πρωτοβουλίες είχαν ισχυρό αντίκτυπο στη συνείδηση των ανθρώπων, ειδικά στα πρώτα χρόνια της μεταψυχροπολεμικής εποχής.
Η Ευρώπη πρόσφατα βγήκε από μια αρκετά μακρά οικονομική κρίση για να βρεθεί στη συνέχεια αντιμέτωπη με νέες εξωτερικές πολιτικές και ανθρωπιστικές προκλήσεις. Ποιος είναι ο ρόλος της δημόσιας διπλωματίας στην αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων;
Σήμερα, η δημόσια διπλωματία περιλαμβάνει πολλά όργανα και μηχανισμούς πολιτικής μέσω των οποίων το ευρύτερο κοινό μπορεί να εμπλακεί προκειμένου να αντιμετωπιστούν διάφορες κοινές προκλήσεις. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι γνωστή για τους αργούς ρυθμούς με τους οποίους προωθεί τη δημόσια διπλωματία της. Ο ρόλος της δημόσιας διπλωματίας δεν είναι μόνο η ενημέρωση του κοινού της και του εξωτερικού κοινού για τον τρόπο με τον οποίο η ΕΕ αντιμετωπίζει τις προκλήσεις της, αλλά περιλαμβάνει επίσης και την εφαρμογή ορισμένων πολιτικών που καθιστούν τους πολίτες δικαιούχους αυτών των πολιτικών. Η Δημόσια Διπλωματία είναι αποτελεσματική όταν μπορεί να παράγει διακριτά αποτελέσματα και κατ’ επέκταση να δημιουργεί θετικό αντίκτυπο στη σκέψη των ανθρώπων. Στις μέρες μας, η εικόνα της ΕΕ σχετικά με την ανταπόκρισή της στην αντιμετώπιση σύγχρονων πολιτικών ή ανθρωπιστικών προκλήσεων δεν φαίνεται να είναι ανάλογη με τις δημοσιονομικές της δαπάνες για αυτά τα θέματα. Αυτό σημαίνει ότι η δημόσια διπλωματία της υποφέρει από ορισμένες στρεβλώσεις και παρανοήσεις. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι οι περισσότεροι πολίτες της ΕΕ δεν γνωρίζουν ότι η ΕΕ παγκοσμίως είναι ο μεγαλύτερος πάροχος αναπτυξιακής βοήθειας, είναι ενδεικτικό της αδυναμίας της ΕΕ σε θέματα δημόσιας διπλωματίας. Αυτό είναι μόνο ένα μικρό παράδειγμα ανάμεσα σε πολλά άλλα τα οποία υποδηλώνουν την ανάγκη επανεκτίμησης της δημόσιας διπλωματίας της, ώστε να έχει επιρροή στην αντίληψη των ανθρώπων εντός και εκτός της ΕΕ.
Σε ένα αυστηρότερο ακαδημαϊκό επίπεδο, τις τελευταίες δεκαετίες έχουν σημειωθεί διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις στη δημόσια διπλωματία στις Διεθνείς Σχέσεις, που κυμαίνονται από τον κονστρουκτιβισμό ή τον φιλελεύθερο ιδεαλισμό έως τον ρεαλισμό. Θα λέγατε ότι οι ακαδημαϊκές τάσεις έχουν αλλάξει κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου;
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, η Δημόσια Διπλωματία έχει εξελιχθεί σε βασικό στοιχείο της στρατηγικής ενός κράτους. Για τον λόγο αυτόν, ένας αυξανόμενος αριθμός κυβερνήσεων έχει ενσωματώσει σημαντικές πρωτοβουλίες στις εθνικές στρατηγικές ασφάλειας τους που σχετίζονται με τη Δημόσια Διπλωματία. Όσον αφορά τις θεωρητικές προσεγγίσεις στις Διεθνείς Σχέσεις, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει κανείς ότι οι παραδοσιακές προσεγγίσεις έχουν ενισχυθεί με νέες. Είτε μας αρέσει είτε όχι, ο Ρεαλισμός είναι πάντα επίκαιρος και αυτήν τη στιγμή κυριαρχεί στη συμπεριφορά των διεθνών δρώντων. Αυτό ισχύει τόσο και για τους κρατικούς όσο και για τους μη κρατικούς δρώντες. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι Διεθνείς Σχέσεις έχουν εξελιχθεί σε έναν τομέα που προσπαθεί να εξηγήσει και να κατανοήσει ένα ιδιαίτερα σύνθετο και διαδραστικό διεθνές περιβάλλον, θα ήταν λάθος να μην επωφεληθούμε και από άλλες προσεγγίσεις, ώστε να αποσαφηνιστούν ορισμένες πτυχές των διεθνών φαινομένων. Κατά τη γνώμη μου, η ευφορία που παρατηρήθηκε την προηγούμενη δεκαετία σχετικά με τη φερόμενη επικράτηση άλλων θεωρητικών προσεγγίσεων εις βάρος του ρεαλισμού, σταδιακά υποχωρεί. Ο λόγος είναι ότι σε μια εποχή σημαντικών συστημικών αλλαγών και μετατοπίσεως της ισχύος στο διεθνές σύστημα αλλά και μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, η πλειονότητα των κρατών αγωνίζεται για περισσότερη ισχύ και μια πιο καθιερωμένη θέση στην εξελισσόμενη νέα εποχή.
Σε αυτό το πλαίσιο, αυτό που παρατηρούμε είναι ο αγώνας των κρατών για την επιβίωση και την επικράτηση. Αυτό είναι καθαρός Ρεαλισμός. Παρατηρούμε επίσης άλλα πλαίσια πολιτικής που έχουν πραγματοποιηθεί πιο συνεργατικά και περιεκτικά. Αυτά εμφανίζονται στις μέρες μας ως μια μορφή αφηγηματικής διαδικασίας που βαθμονομεί ένα παιχνίδι ισχύος μεταξύ κρατών και ακόμη και μη κρατικών δρώντων. Εύχομαι να ήταν διαφορετικά, αλλά αυτό είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί σήμερα η διεθνής πολιτική. Ακόμα και η δημόσια διπλωματία τη σημερινή εποχή χρησιμοποιείται από πλήθος κρατών κατά ένα αρκετά «ρεαλιστικό» τρόπο, που τονίζει τη δηλαδή τη χρήση ήπιων πολιτικών για την δραστική αύξηση της επιρροής ενός κράτους σε άλλα. Με άλλα λόγια, εκτελείται άσκηση επιρροής χωρίς τη χρήση βίας. Η Ασία είναι μια περιοχή ιδιαίτερου ενδιαφέροντος υπό αυτήν την άποψη.
Ποια είναι η προστιθέμενη αξία της Δημόσιας Διπλωματίας και της ενδεχόμενης συνέργειάς της με άλλους παράγοντες συμμετοχής στο συνολικό πλαίσιο εξωτερικής πολιτικής;
Η Δημόσια Διπλωματία εξυπηρετεί την εξωτερική πολιτική ενός κράτους, καθώς και την εθνική του ταυτότητα. Τα τελευταία χρόνια η έννοια της Δημόσιας Διπλωματίας έχει λάβει μια ευρύτερη ερμηνεία· επιστρατεύοντας ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, μεθόδων και εργαλείων πολιτικής, ώστε να δημιουργηθεί ένα πιο θετικό και ισχυρό αφήγημα στις αντιλήψεις και τις πεποιθήσεις των ανθρώπων για τη διεθνή θέση και εικόνα ενός κράτους. Οι τεχνολογίες επικοινωνίας έχουν έναν ιδιαίτερο ρόλο στην επιτάχυνση αυτής της διαδικασίας. Τα ευνοϊκά αφηγήματα συχνά έχουν έναν μεγαλύτερο αντίκτυπο στους πολίτες του εξωτερικού. Αυτό μπορεί να δημιουργηθεί με μια αποτελεσματική Δημόσια Διπλωματία, εφόσον προκύπτει από τη χρήση αποτελεσματικών πολιτικών που εφαρμόζονται στο πεδίο. Η Δημόσια Διπλωματία δεν αφορά τη απλή διάχυση αφηγημάτων αλλά την άσκηση συγκεκριμένων πολιτικών που να επιφέρουν αποτελέσματα. Διαφορετικά, η Δημόσια Διπλωματία κινδυνεύει να είναι μια απλή σπατάλη κρατικών πόρων. Συχνά, μια συγκεκριμένη στρατηγική συγκυρία μπορεί να προσφέρει ευκαιρίες και πρόσφορο έδαφος για στοχευμένες πολιτικές που σχετίζονται με τη δημόσια διπλωματία. Για παράδειγμα, ένα πλήθος ευρωπαϊκών κυβερνήσεων χρησιμοποιούν την περίοδο της προεδρίας τους σε διεθνείς οργανισμούς προκειμένου να επιταχύνουν, μέσω της δημόσιας διπλωματίας, ζητήματα που αφορούν τα εθνικά τους συμφέροντα.
Ποιες θεωρείτε ότι είναι ιδιαίτερες ευκαιρίες για την ελληνική δημόσια διπλωματία στο άμεσο μέλλον;
Λαμβάνοντας υπόψη το βελτιωμένο εθνικό προφίλ που απολαμβάνει σήμερα η Ελλάδα μετά τη διαχείριση της κρίσης του Covid-19 με έναν συγκριτικά αποτελεσματικό τρόπο, η Αθήνα μπορεί σίγουρα να σημειώσει και άλλες μικρές επιτυχίες. Είναι σημαντικό να προωθηθούν πολιτικές που σχετίζονται με ζητήματα που ενώνουν παρά διαιρούν έθνη και κυβερνήσεις. Οι πρωτοβουλίες Δημόσιας Διπλωματίας στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ισότητας των φύλων, της χρηστής διακυβέρνησης, της πρόληψης συγκρούσεων, και της πολιτιστικής ευαισθητοποίησης αποτελούν τομείς στους οποίους θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά κρατικοί πόροι στη βάση ενός στοχευμένου βραχυπρόθεσμου και μεσοπρόθεσμου ορίζοντα. Οι περιοχές που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν περιλαμβάνουν τόσο τη Νοτιοανατολική Ευρώπη όσο και την περιοχή της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής, ειδικά χώρες με τις οποίες η Αθήνα έχει ήδη δρομολογήσει και άλλες μορφές συνεργασίας. Η προώθηση της ανάπτυξης των ικανοτήτων των αδύναμων περιφερειακών κρατών ή των κρατών που βρίσκονται υπό ανασυγκρότηση μετά από ένοπλες συγκρούσεις, αποτελεί μια άλλη σημαντική πτυχή που σχετίζεται με την Ελληνική Δημόσια Διπλωματία, η οποία απαιτεί μια σοβαρή και νηφάλια επανεκτίμηση. Η διαχείριση του Covid-19 απέδειξε ότι ο ισχυρός συντονισμός πολιτικής στην υλοποίηση σαφών στόχων παράγει αποτελεσματική πολιτική και προκύπτει μέσα από μια αποτελεσματική ηγεσία. Είναι επίσης καιρός για την Αθήνα να ασκήσει μια αποτελεσματική μετασχηματιστική ηγεσία στον τομέα της Δημόσιας Διπλωματίας της.
* Συνέντευξη από τον Δημήτρη Γκιντίδη.
Το παραπάνω κείμενο είναι βασισμένο στη συνέντευξη που δόθηκε για το Greek News Agenda. Μπορείτε να διαβάσετε την πρωτότυπη, στην αγγλική γλώσσα εδώ.